- μεγιστοπολις
- μεγιστόπολιςμεγιστό-πολις2, gen. ιος делающий города великими, способствующий процветанию городов
(ἁσυχία Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἁσυχία Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεγιστόπολις — μεγιστόπολις, ι (Α) αυτός που καθιστά τις πόλεις μέγιστες ή αυτός που τούς χαρίζει μέγιστη ευδαιμονία («Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + πόλις (πρβλ. μισό πολις, χρυσό πολις)] … Dictionary of Greek
μεγιστόπολι — μεγιστόπολις making cities greatest fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγιστόπολιν — μεγιστόπολις making cities greatest fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek